ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΝΕΜΑ
της Αλεξάνδρας Διαλυνά
Φτάνουμε στο ταμείο, «δύο εισιτήρια παρακαλώ». Συζητήσεις ανθρώπων, μυρωδιά από ποπ-κορν αναμεμειγμένη με μία μυρωδιά σκόνης, καθίσματα από χοντρό ύφασμα. Ο κόσμος αρχίζει σιγά-σιγά να τακτοποιείται μέσα στην αίθουσα, τα τρέιλερ ξεκινούν. Σιωπή πρώτη. Σπάει κατά καιρούς από έναν κύριο που ξανασηκώνεται για να βγάλει το μπουφάν του και μία παρέα κοριτσιών που γελάει ακόμη με κάποιο αστείο.
Η ταινία ξεκινάει. Σιωπή δεύτερη και απόλυτη. Αφηνόμαστε στη θέση μας και παρασυρόμαστε μέσα στην ιστορία. Μα πώς γίνεται αυτά τα γιγαντιαία πρόσωπα, οι τεράστιοι άνθρωποι που χωράνε σε ολόκληρη την οθόνη να είναι τόσο πολύ στα μέτρα μας; Διαφορετικοί χαρακτήρες με διαφορετικό υπόβαθρο. Με κάποιον ταυτιζόμαστε, με άλλον θυμώνουμε και ίσως με έναν τρίτο να αδιαφορούμε. Σύντομα, περνάνε δεκαετίες με τον πιο φυσικό τρόπο. Τα παιδιά μεγάλωσαν, οι ηλικιωμένοι δεν ζουν πια, νέα μωρά γεννιούνται κι εμείς απλώς μεγαλωμένοι κατά δύο ώρες.
Βγαίνουμε από το σινεμά. Ο καιρός είναι δροσερός. Έχει μείνει κάτι από την ψύχρα του χειμώνα και μπερδεύεται λίγο με την άνοιξη που πλησιάζει. Σιωπηλοί σκεφτόμαστε την ταινία. Ένας από τους δύο σπάει την πυκνή ατμόσφαιρα με ένα αμήχανο, «Σου άρεσε;»
Τώρα πια η ταινία είναι σαν ένας ολοκληρωμένος αυτόνομος άνθρωπος με αρχές, ιδιοσυγκρασία και πιστεύω. Κι εμείς είχαμε την ευκαιρία να συσχετιστούμε μαζί του με τον πιο ανεμπόδιστο τρόπο- χωρίς ντροπή, ανασφάλεια και προσωπείο. Γιατί με τα έργα που αγαπάμε έχουμε την πιο καθαρή και εύκολη σχέση.
“No form of art goes beyond ordinary consciousness as film does, straight to our emotions, deep into the twilight room of the soul.”
Ingmar Bergman